ακοσκίνιστος

ακοσκίνιστος
-η, -ο (Μ ἀκοσκίνιστος, -ον) [κοσκινίζω]
αυτός που δεν κοσκινίστηκε, που δεν καθαρίστηκε από τα σκύβαλα με κόσκινο
νεοελλ.
(μετφ.) αυτός που δεν υποβλήθηκε σε εξονυχιστικό έλεγχο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακοσκίνιστος — ακοσκίνιστος, η, ο και ακοσκίνητος, η, ο 1. αυτός που δεν πέρασε από το κόσκινο, δεν καθαρίστηκε: Το σιτάρι να μην πάει στο μύλο ακοσκίνιστο. 2. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο: Στη δουλειά αυτή δε θα σε πάρουν ακοσκίνιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσηστος — ἄσηστος, ον (Α) ο ακοσκίνιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σηστός < σήθω «κοσκινίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ακοσκίνητος — η, ο [κοσκινώ] ο ακοσκίνιστος …   Dictionary of Greek

  • ακρησάριστος — η, ο [κρησαρίζω] αυτός που δεν κοσκινίστηκε με κρησάρα*, ο ακοσκίνιστος …   Dictionary of Greek

  • ακρησάριστος — η, ο ακοσκίνιστος: Για οικονομία κάναμε ψωμί από ακρησάριστο αλεύρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”